- καθέλκω
- (AM καθέλκω)1. σύρω κάτω ή προς τα κάτω2. κάνω καθέλκυση πλοίου («καθελκύσαντας... τοῡ νεωρίου... τεσσαράκοντα ναῡς», Θουκ.)αρχ.1. (για ζυγαριά) σύρω προς τα κάτω, κάνω να κατεβεί ένας από τους δύο δίσκους τής ζυγαριάς («ζήτει τι τῶν βαρυστάθμων ὅ,τι σοι καθέλξει», Αριστοφ.)2. μτφ. υπερτερώ («τοῑς λοιποῑς... ἰσοσθενεῑ καὶ καθέλκει τὰ πάντα»)3. εξαναγκάζω, υποχρεώνω4. παθ. καθέλκομαι α) (για κτίσμα) εκτείνομαι («σκέλη δὲ καθείλκυσται ἑκατέρωθεν τῆς ὁδοῡ» — μακρά τείχη εκτείνονται κατά μήκος τής οδού, Στράβ.)β) επιτείνομαι, ενισχύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἕλκω].
Dictionary of Greek. 2013.